Καθώς ο γιος μου έγινε δεκαέξι, συνειδητοποίησα κάτι περίεργο. Ταξιδεύοντας με τη μητέρα του ή μαζί μου, είχε επισκεφτεί τέσσερις ηπείρους αλλά και πόλεις όπως τη Τζακάρτα και το Λος Άντζελες, το Ναϊρόμπι και τη Μόσχα, αλλά δεν είχε πάει ποτέ στη Λούκα, την Πίζα ή τη Φλωρεντία. Ήταν εξοικειωμένος με μέρη μακρινά, αλλά εκείνα που ήταν κοντά του, του ήταν άγνωστα, ξένα σ’ αυτόν. Ωστόσο, καθώς το σκεφτόμουν, μου φάνηκε ότι αυτή η κατάσταση ήταν παράδοξη με βάση τα πρότυπα του παρελθόντος και ότι ουσιαστικά αντιπροσώπευε τη νέα κανονικότητα του παρόντος και ακόμα περισσότερο του μέλλοντος. Κάποτε «οι μακρινές χώρες» επενδύονταν με τη γοητεία του εξωτικού, πολύ περισσότερο αν διασχίζονταν από τους προγόνους μας όπως η Παταγονία του Bruce Chatwin. Όσο πιο μακριά βρίσκονταν, τόσο πιο τυλιγμένες ήταν στην αχλύ του αγνώστου και τόσο περισσότερο έπρεπε να «εξερευνηθούν». Το παράδειγμα της συνειδητοποίησης του κόσμου ήταν ομόκεντρο. Γνωρίζαμε όλα όσα βρίσκονταν γύρω μας και με ποια επικοινωνούσαμε. Στη συνέχεια, καθώς μεγάλωσε η απόσταση, «αποπροσανατολιστήκαμε» και γίναμε όλο και πιο «ξένοι». Αλλά η επανάσταση στις επικοινωνίες, τόσο σε υλικό επίπεδο (αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους) όσο και σε άυλο (ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινητά τηλέφωνα, διαδίκτυο) σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον «μακρινές χώρες». Δεν υπάρχει σημείο στον πλανήτη που δεν μπορούμε να φτάσουμε σε τριάντα ώρες πτήσης ή να παρατηρήσουμε από τον ουρανό σε πραγματικό χρόνο στο Google Earth. Το μακρινό είναι τώρα διαθέσιμο, σε θέαμα ή σε απόσταση. Ωστόσο, αυτή η επανάσταση είχε μια ακούσια συνέπεια: καθώς το μακρινό έχει έρθει πιο κοντά, αυτό που βρίσκονταν κοντά έχει απομακρυνθεί. H απομάκρυνση του παρακείμενου προκύπτει εν μέρει εξαιτίας της πεπερασμένης φύσης της ανθρώπινης ζωής και του εύρους της. Όσο περισσότερο συζητάμε μέσω δικτύων με απομακρυσμένους συνομιλητές, τόσο λιγότερο χρόνο έχουμε να συζητάμε με τους γείτονές μας. Όσο περισσότερο τσαλαβουτάμε στα νερά του Σαρμ Ελ Σέιχ, του Πουέρτο Ρίκο ή των Μαλδίβων, τόσο λιγότερο γνωρίζουμε για την ακτή του Ιονίου της Καλαβρίας: αυτός είναι ένας λόγος που οι Ιταλοί του Βορρά δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα για το Νότο.
Τώρα, η απόσταση μεταξύ των τόπων υπολογίζεται όχι τόσο σε χιλιόμετρα όσο σε επίπεδο εξόδων και ταλαιπωρίας που συνεπάγονται τα ταξίδια από το ένα μέρος στο άλλο. Από αυτή την άποψη, η Νέα Υόρκη είναι πιο κοντά στο Μιλάνο απ’ ότι μια πόλη της Σικελίας, όπως είναι το Τραπάνι. Η επίδραση της γεωγραφικής συρρίκνωσης αποτελεί επίσης ένα είδος κοινωνικής αποξένωσης: είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσεις μ’ έναν συνομιλητή ο οποίος, αν και μακριά, είναι συμβατός στην κουλτούρα, το εισόδημα και την κοινωνική θέση παρά μ’ έναν γείτονα από διαφορετική κοινωνική τάξη. (Για το λόγο αυτό, πολλοί δεν συνεχίζουν να συζητούν ή να αλληλεπιδρούν με αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά, όπως συμβαίνει στο διαδίκτυο, όπου οι ομάδες τείνουν να σχηματίζονται γύρω από κοινές ιδέες και απόψεις, επιβεβαιώνοντας ο ένας τον άλλο στις πεποιθήσεις και στις εμμονές τους). Tο αποτέλεσμα όλων αυτών των χωρικών αναταραχών είναι ότι η γνώση μας για τον κόσμο δεν είναι πλέον ομόκεντρη, αλλά διάστικτη όπως το δέρμα της λεοπάρδαλης. Η γνώση μας για τις μακρινές ατόλες και τμήματα της πραγματικότητας περιβάλλεται από μια θάλασσα άγνοιας. Η ίδια πόλη στην οποία γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε τώρα αποκαλύπτει ολόκληρες γειτονιές που είναι πιο ξένες, πιο εξωτικές από οποιαδήποτε μακρινή μητρόπολη. Όπως συνέβη με το γιο μου και τη Φλωρεντία ή την Πίζα, έτσι συνέβη και με μένα στα περίχωρα της Ρώμης όπου βρήκα μια ολόκληρη κινεζική συνοικία, την οποία αγνοούσα και δεν θα μπορούσα να βρω ξανά.
Στην εξαιρετική μελέτη του, The Railway Journey: The Industrialization of Time and Space in the Nineteenth Century,[1] ο Wolfgang Schivelbusch αναρωτιέται για τη διαφορά ανάμεσα στο «τοπίο» και το «πανόραμα». Συσχετίζει την έννοια του πανοράματος με το ταξίδι που γίνεται με τραίνο, επειδή όπως το βλέπει κάποιος από το μικρό παράθυρο, το προσκήνιο χάνεται τόσο γρήγορα που πρέπει να παραλειφθεί από τη σκηνή. Το πανόραμα είναι ένα τοπίο του οποίου το προσκήνιο, το τμήμα που βρίσκεται πιο κοντά στον θεατή, έχει αποκοπεί. Σήμερα, ολόκληρος ο κόσμος προβάλλεται σε πανοραμική μορφή. Είμαστε πλέον τυφλοί σε αυτό που κινείται στο προσκήνιο, ακριβώς μπροστά μας και δεν μπορούμε να το αναδημιουργήσουμε. Ο εξωτισμός γεννιέται κοντά μας, βρίσκεται μέσα στα πόδια μας. Για να τον ανακαλύψετε δεν χρειάζεται να ταξιδέψετε μακριά. Αντίθετα πρέπει να καλλιεργήσουμε την ευαισθησία του εξερευνητή σε όλα όσα μας περιβάλλουν και τα οποία φιλτράρουμε, όπως φιλτράρουμε το θόρυβο του περιβάλλοντος. Ο Lévi-Strauss δεν θα χρειαζόταν πλέον να πάει στην Αμαζονία, ούτε ο Malinowski στη Μελανησία: θα γοητεύονταν από τα προάστεια του Sarcelles, βόρεια του Παρισιού ή την ενδοχώρα του περιφερειακού Μ25 του Λονδίνου.
Συγκρίνοντας τους δύο αιώνες, βλέπουμε έναν άλλο χάρτη της άγνοιας που διαφοροποιεί τον εικοστό από τον εικοστό πρώτο αιώνα. Θυμάμαι τα ταξίδια που έκανε η γενιά μου στο Κουρδιστάν, το Ιράν, το Αφγανιστάν και το Νεπάλ ή τους φίλους που αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο Peugeot στη Μασσαλία και το πούλησαν στο Αμπιτζάν, ταξιδεύοντας από τη Μεσόγειο στην Ισημερινή Αφρική. Η διαφορά μεταξύ του τότε και του τώρα είναι ότι, πριν από μισό αιώνα, αυτά τα ταξίδια ήταν περιπετειώδη, αλλά μέχρι ενός σημείου. Σήμερα, κανένας δεν θα ονειρευόταν να τα επαναλάβει, επειδή ο κόσμος έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνος: όχι μόνο η συνειδητοποίηση του πολέμου αλλά και η πραγματική κατάσταση της φιλοπόλεμης διάθεσης, τόσο από τα κράτη όσο και από τους αντάρτες, εμφανίζονται σαν τα διάστικτα σημάδια της λεοπάρδαλης. Ποιος θα ξεκινούσε τώρα ως τουρίστας να πάει στη Σομαλία;
Η παγκοσμιοποίηση έχει καταργήσει πολλά σύνορα. Ίσως η μόνη μυθική χώρα που υπάρχει σήμερα δεν είναι η ζούγκλα του Αμαζονίου ή τα υψίπεδα της Παπούα Νέας Γουινέας, αλλά η Βόρεια Κορέα του Kim Jong-un, ένα τόπος που περιβάλλεται με μυστήριο επιτρέποντας μας να αναπτύξουμε τη φαντασία μας. Αλλά πολλά σύνορα έχουν κλείσει ξανά και έχουν καταστεί απροσπέλαστα από τον ασύμμετρο ανταρτοπόλεμο. Ακόμη και ιερές τοποθεσίες του παγκόσμιου τουρισμού, όπως είναι το Παρίσι, η Βαρκελώνη ή η Κωνσταντινούπολη, έχουν σημειώσει πτώση στον αριθμό των επισκεπτών μετά από αιματηρές επιθέσεις. Ας περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει. Ποιος θα διακινδύνευε τη ζωή του για να πάει σήμερα στην Παλμύρα; Το ίδιο ισχύει και για την εξερεύνηση των υποβαθμισμένων περιοχών των πόλεων μας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι γνωστό από καιρό ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να ρωτήσετε όταν επισκέπτεστε μια πόλη είναι ποιες περιοχές της είναι ασφαλείς. Κάποτε, πριν φύγουμε από το σπίτι μας, κοιτάζαμε πως ήταν ο καιρός για να δούμε πώς θα ντυθούμε. Σήμερα, πριν ξεκινήσουμε ένα ταξίδι, παρακολουθούμε την εξέλιξη των πολέμων και τις συγκρούσεις των τοπικών συμμοριών ή τα περιστατικά βιασμών. Έτσι, αυτό που έχει έρθει κοντά απομακρύνεται ξανά.
__________
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ως «Ormai l’esotico è a due passi da casa», Il Venerdi, 22 Σεπτεμβρίου 2017. Η μετάφραση είναι του Γιώργου Πουλάδου και έγινε από τα αγγλικά από το περιοδικό New Left Review, 108, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2017, σ. 43-45. Ευχαριστώ την Πευκούλα Σταγιά για τις εύστοχες παρατηρήσεις της.
[1] Ταξίδι με το τραίνο: Η εκβιομηχάνιση του χρόνου και του χώρου τον δέκατο ένατο αιώνα